Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χέουσα κηδείους χοάς

См. также в других словарях:

  • χοή — η, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού 2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • κήδειος — κήδειος, ον (Α) [κῆδος] 1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῑς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»